προφητικός

προφητικός
προφητ-ικός, ή, όν,
A oracular, prophetic,

ἀνήρ Ph.1.515

; λόγος ib.95, 2 Ep.Pet.1.19;

νοῦς Ph.Fr.66H.

([comp] Sup.), cf. Luc.Alex.60.
2 εἰκὼν χαλκῆ π. in the official robes of a προφήτης, Rev.Phil.44.38 ([place name] Didyma); so ἠμφιεσμένος π. σχήματι, στολίσας σεαυτὸν π. σχήματι, PMag.Par.1.933, PMag.Berol.1.278.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προφητικός — oracular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικός — ή, ό / προφητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προφήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προφητεία ή στον προφήτη (α. «προφητικὸς λόγος», ΚΔ β. «ῥήσεις προφητικὰς ἤ λόγους ἀποστολικούς», Ειρην. γ. «προφητικὸς ἀνήρ», Φίλ.) νεοελλ. μσν. φρ. «προφητικά… …   Dictionary of Greek

  • προφητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον προφήτη ή που αποτελεί προφητεία: Προφητικός λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφητικά — προφητικός oracular neut nom/voc/acc pl προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc/acc dual προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικώτερον — προφητικός oracular adverbial comp προφητικός oracular masc acc comp sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικωτάτων — προφητικός oracular fem gen superl pl προφητικός oracular masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικωτέρων — προφητικός oracular fem gen comp pl προφητικός oracular masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικῶν — προφητικός oracular fem gen pl προφητικός oracular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικόν — προφητικός oracular masc acc sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικώτατα — προφητικός oracular adverbial superl προφητικός oracular neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικαῖς — προφητικός oracular fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”